- προσδέχεται
- προσδέχομαιreceive favourablypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσδέχομαι — ΝΜΑ, ιων. τ. προσδέκομαι Α δέχομαι κάτι ευχαρίστως νεοελλ. δέχομαι επιπροσθέτως |] αρχ. 1. υποδέχομαι κάποιον με φιλικό τρόπο 2. (για βασιλιά) δέχομαι να παρουσιαστεί κάποιος ενώπιόν μου («ἅμα τῇ ἡμέρᾳ στὰς ὅπου ἐδόκει ἐπιτήδειον εἶναι… … Dictionary of Greek
προτιόσσομαι — Α 1. βλέπω, κοιτάζω 2. (για τον νου) προβλέπω, προαισθάνομαι 3. προσδοκώ, περιμένω 4. (κατά τον Ησύχ.) «προτιόσσεται προορᾱται, προσδέχεται, προσαγορεύει» 5. (κατά το λεξ. Σούδ.) «προτιόσσομαι, προσβλέπω, ἀπὸ τῶν ὄσσων ἡ μεταφορά». [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek